- πλαστογράφος
- οαυτός που πλαστογραφεί: Οι πλαστογράφοι τιμωρούνται αυστηρά από τον ποινικό νόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαστογράφος — forger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογράφος — ο, ΝΜΑ αυτός που διαπράττει πλαστογραφία, αυτός που ασχολείται με την κατάρτιση πλαστών εγγράφων με την έντεχνη απομίμηση ξένου γραφικού χαρακτήρα ή διακριτικών συμβόλων, αποβλέποντας κυρίως σε προσωπικό όφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + γράφος*] … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… … Dictionary of Greek
πλαστογράφε — πλαστογράφος forger masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογράφοι — πλαστογράφος forger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογράφοις — πλαστογράφος forger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογράφους — πλαστογράφος forger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογράφων — πλαστογράφος forger masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek